- βιοθανής
- βιοθανής, -ές (Μ)1. αυτός που πέθανε από βίαιο θάνατο2. εκείνος που αυτοκτόνησε.[ΕΤΥΜΟΛ. < βία + -θανής < (θ) θαν- έθανον, αόρ. β' του θνήσκω (πρβλ. αειθανής, αρτιθανής κ.ά.)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
BIOTHANATOS — ex Graeco βία et ςθἀνατος, apud Ael. Lamprid. in Heliogabalo, c. 33. Et praedictum eidem erat a Sacerdotibus Syris, biothanatum se futurum; vox est Magicae vanitatis, ut ostendit Tertullian. de Anima c. 57. vel curiositatis Genethliacorum: Nam… … Hofmann J. Lexicon universale
βι(ο)- — α συνθετικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < βίος. Χρησιμοποιείται ως α συνθετικό σε πολλές λέξεις της Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση με τη ζωή ή τα έμβια όντα. Πρβλ. βιολόγος, βιομήχανος αρχ. βιαρκής, βιοδότης,… … Dictionary of Greek